- μεθυστικός
- η , ό[ν]1) опьяняющий, хмельной; 2) перен. опьяняющий, пьянящий; приводящий в экстаз;
μεθυστικό άρωμα — пьянящий аромат
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεθυστικό άρωμα — пьянящий аромат
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεθυστικός — intoxicating masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθυστικός — ή, ό (Α μεθυστικός, ή, όν) [μεθυστής] 1. αυτός που επιφέρει μέθη ή που κάνει κάποιον να μεθύσει («μεθυστικό ποτό») 2. μτφ. αυτός που προκαλεί ηδονικό συναίσθημα, ηδονική ζάλη ή ενθουσιασμό, απολαυστικός («μεθυστικό φιλί») αρχ. (για άνδρα) αυτός… … Dictionary of Greek
μεθυστικός — ή, ό 1. αυτός που προκαλεί μέθη: Το κρασί είναι μεθυστικό ποτό. 2. αυτός που προκαλεί ευχάριστα συναισθήματα: Τον ξελόγιασε με μεθυστικά φιλιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεθυστικῶν — μεθυστικός intoxicating fem gen pl μεθυστικός intoxicating masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθυστικόν — μεθυστικός intoxicating masc acc sg μεθυστικός intoxicating neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σόμα — Μεθυστικός χυμός, που χρησιμοποιείται κατά τις ινδικές θυσιαστήριες σπονδές. Θεωρείται σύμβολο των ψυχοφυσικών δυνάμεων του ανθρώπου (αναπνοή, γενεαλογία, διανοητική ενέργεια) και ταυτίζεται με το ποτό της αθανασίας (αμρίτα) που αποκτούν οι θεοί… … Dictionary of Greek
μεθυστικοί — μεθυστικός intoxicating masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθυστικῶς — μεθυστικός intoxicating adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τικός — παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία αποτελεί άλλη μορφή τής κατάληξης ικός (για την προέλευση και τις χρήσεις, βλ. λ. ικός) που απαντούσε αρχικά σε επίθετα παράγωγα τών ονομάτων σε της* και τών ρηματικών επιθέτων … Dictionary of Greek
αίρα — (I) η (Α αἶρα) (Ν και είρα, ήρα, αέρα, γαίρα) ζιζάνιο τών σιτηρών νεοελλ. ο καρπός τής αίρας, μεθυστικός και δηλητηριώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Η λ. συνδέεται πιθ. με το σανσκριτ. erakā, είδος χόρτου, οπότε και οι δύο λέξεις αποτελούν… … Dictionary of Greek
μαδώ — (AM μαδῶ, άω, Μ και μαδίω και μαδιῶ και μαθῶ) 1. (για τρίχες, φτερά, φύλλα κ.λπ.) (αμτβ.) πέφτω («μαδήσανε τα πούπουλα») 2. (για πρόσωπα ή πράγματα) (αμτβ.) αποβάλλω, χάνω τις τρίχες, τα φτερά, τα φύλλα μου («ἐὰν δέ τινι μαδήσῃ ἡ κεφαλὴ αὐτοῡ,… … Dictionary of Greek